ἰδιοφυεῖς

ἰδιοφυεῖς
ἰδιοφυής
of peculiar nature
masc/fem acc pl
ἰδιοφυής
of peculiar nature
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”